10
Δεκ.
13

ex-it

DSC_1358

Στην αρχή δεν έδωσες την παραμικρή σημασία. Α, ένα μικρό σκάσιμο δεξιά εκεί πάνω δίπλα στη ντουλάπα. Η αρχική έκπληξη έδωσε αυτομάτως τη θέση της σε μια παγερή αδιαφορία. Δε φαίνεται καν, σιγά, φρεσκοβαμμένο ταβάνι.

Ούτε και μετά. Μπα, υγρασία από το μπαλκόνι στο σοβατεπί της κρεβατοκάμαρας. Μια ελαφρά ανησυχία εξατμίστηκε αμέσως, χωρίς δεύτερη σκέψη. Έβρεξε λίγο παραπάνω, θα στεγνώσει, πλακάκι πρώτης διαλογής.

Ούτε καν τώρα τελευταία. Ωχ, μούχλα σε ολόκληρη την πλάτη του παλιού κομοδίνου δίπλα στο κρεβάτι. Μια υποψία θλίψης δεν άργησε να ανακληθεί στην τάξη της λογικής. Αποκλείεται, το εξωτερικό ντουβάρι έχει μόνωση, ριζική ανακαίνιση. Γύρισες το κομοδίνο στη θέση του.

Μόνο εκείνο το πρωί που ξύπνησες από εφιάλτη μέσα στο μεθύσι σου, άρχισες να καταλαβαίνεις. Ξεγεννούσες λέει έναν γορίλα. Είχατε ξαπλώσει ανάσκελα, με μπλεγμένα πόδια και πιασμένα χέρια. Τραβούσατε ο ένας τον άλλον με παλινδρομικές κινήσεις, σαν να κάνατε έρωτα.

Μέχρι να σηκωθείς για νερό και κατούρημα, όλα πλέον ήταν καθαρά: το ντουβάρι κατάμαυρο, έσταζε από παντού γλίτσα, το νερό της βροχής είχε μουλιάσει το χαλί και τις παντόφλες, έμπαινε ορμητικό από μια μεγάλη τρύπα χαμηλά στη μπαλκονόπορτα, το ταβάνι είχε ξεφλουδίσει ολόκληρο, μεγάλα κομμάτια σοβά έπεφταν με κρότο μέσα στη λίμνη που ανέβαινε.

Σκέφτηκες προς στιγμή να ζητήσεις βοήθεια, να χτυπήσεις στους γείτονες, να πάρεις τους δικούς σου ανθρώπους. 

Αρκετή ώρα έμεινες ακίνητος· και σώπαινες.

Έκλεισες αυτιά και μάτια· και περίμενες.

Τελικά σηκώθηκες· και βγήκες.

Από το δικό σου, αγαπημένο, ολοκαίνουριο σπίτι.

02
Νοέ.
12

ταξίδι στη γη

Βράδυ Πέμπτης, νεαρόκοσμος ανηφορίζει διστακτικός ανάμεσα στα τραπεζάκια με τους τουρίστες τη Μνησικλέους, ρωτώντας για μια παλιά μπουάτ στην οδό Θόλου. Στο στενό δρομάκι κάτω από την κληματαριά η πινακίδα στην είσοδο λέει: Απανεμιά, 1964.

Μπαίνει ένας-ένας στη μικροσκοπική αίθουσα, σαν μακρόστενη καμπίνα αεροπλάνου, προσδένεται στα μικροσκοπικά καθίσματα, στριμώχνεται στους πάγκους, σκαρφαλώνει στις σκάλες πάνω από τη σκηνή. Και χωρίς να το καταλάβεις, πριν ακόμα δοθεί το σήμα για εκκίνηση, πολύ πριν παραδοθείς στον καπνό, το ημίφως και το ρόγχο του ανεμιστήρα, έχεις κιόλας ξεκινήσει για ένα τρίωρο ταξίδι μέσα σ’αυτή την ασφυκτικά γεμάτη κάψουλα του χρόνου. Με διαβατήριο την εγγύτητα ψυχών και σωμάτων, με καύσιμο τις ανάσες και τα βλέμματα των συνεπιβατών και με παρέα τους αγίους που ευλογούν από τα εικονίσματα ψηλά στους τοίχους τη λειτουργία (το Μάνο και το Μάνο, το Μίκη, τον Γκάτσο, τον Τσιτσάνη). Ενδιάμεσοι σταθμοί τα τραγούδια: απογυμνωμένα και πρωτάκουστα, σαν να τα σιγοτραγουδάς πρώτη φορά, σαν να γεννιούνται εκεί μπροστά σου τώρα, χειροποίητα και τρεμάμενα. Ίδιο μόνο το μεδούλι, η αγάπη και η απορία, τα λόγια και η φωνή του Κωνσταντίνου, που σε κοιτάζει στα μάτια, πιο παιδί από κάθε άλλη φορά.

Κι όταν στο τέλος καλέσει τον μαέστρο να πουν μαζί Μοσχολιού κι ύστερα μείνει μόνος στο πιάνο, ψιθυρίζοντας το Χαζό παιδί, δε θες να σηκωθείς, να βγεις έξω στα σιωπηλά σοκάκια, μόνο ν’ αγκαλιάσεις το διπλανό σου και να μείνεις εκεί. Μέχρι το επόμενο ταξίδι.

01
Αυγ.
12

post insensum – ποστ μόρτεμ: γιατί θαυμάζουμε κάτι «νεκρό»;

«Βλέπουμε τα αστέρια ΤΩΡΑ και απέχουν κάποια έτη φωτός (περίπου από 5 εφ έως μερικές χιλιάδες εφ) άρα τα βλέπουμε όπως ήταν πριν από χρόνια (ανάλογα με την απόστασή τους σε έτη φωτός. Κανένα αστέρι δεν είναι νεκρό, εφόσον ακτινοβολεί (άρα στο εσωτερικό του γίνονται πυρηνικές αντιδράσεις που παράγουν ενέργεια).
Αν ήταν «νεκρό» δεν θα το βλέπαμε, διότι απλά δεν θα έλαμπε.
Βέβαια δεν έχουμε ορίσει την έννοια του «νεκρού» άστρου…. αν υπάρχει τέτοια έννοια μια και στο σύμπαν σχεδόν τίποτα δεν είναι νεκρό». *

http://www.astrovox.gr/forum/viewtopic.php?p=8190&sid=ffa3dc579395d0df7374b580a1503eef

04
Ιον.
12

just another (sun)day in paradise

Περιστέρια να πλατσουρίζουν στα νερά. Σκυλιά να κάνουν τούμπες στον ήλιο και μετά να κυνηγιούνται πάνω-κάτω μέχρι τελικής πτώσης. Άγνωστες λέξεις, ξένες γλώσσες, άλλη από κάθε γωνιά, σαν ράδιο ΑΜ (εκεί πάνω πώς να συνεννοείται ο κόσμος άραγε;). Αντροπαρέες να παίζουν χαρτιά στη σκιά των δέντρων. Κάποιος να κοιμάται ξυπόλητος στο γρασίδι. Αφγανάκια να πουλάνε σπόρια. Κοπέλες με μαύρα γυαλιά να μιλάνε στα κινητά. Ζευγαράκια να σουλατσάρουν αμίλητα. Κι ένας να παρατηρεί πανευτυχής στο απέναντι παγκάκι.

Έτσι πρέπει να ΄ναι εκεί πάνω (;). Σαν μια Κυριακή στο πάρκο.

01
Απρ.
12

Όχι άλλο χει (lies are over)

Όχι  άλλο χει

και μώνα

Παρά μόνο:

παγκάκια φορτωμένα γιαγιές και παιδάκια

ιδρωμένα μπλουζάκια

φοιτητές να χτυπούν τα πούλια

ασβεστωμένα πεζούλια

τσόκαρα να κάνουν σαματά

φρέσκα παγωτά

ερκοντίσια να πιτσιλούν κεφάλια

ποδηλάτες στα παράλια

σαγιονάρες να κάνουν πατινάζ

βρεγμένα τατουάζ

καλοκαίρι ν’ αρχινήσει

κόσμος εν κινήσει

08
Μαρ.
12

bang bang (σκοτσέζικο όνειρο)

Σκηνή πρώτη. Γκρο πλαν. Σκηνή πάθους. Χείλη, γλώσσες, πέη. Οικεία η ανάσα, η φλόγα στα μάγουλα, το ανεστραμμένο βλέμμα (δε φαίνεσαι καθαρά). Κραυγή. Cut.

Σκηνή δεύτερη. Γυρεύει το όπλο, το σηκώνει, σημαδεύει, ρίχνει. Δύο ίδιοι εγώ τρέχουν να σωθούν. Αστοχεί. Ξαναρίχνει στον άλλον (ποιον από τους δύο θες;). Μπανγκ. Cut.

– Ξύπνα.

«Now he’s gone, I don’t know why
And ’till this day, sometimes I cry
He didn’t even say goodbye
He didn’t take the time to lie»

05
Δεκ.
11

Ω φοίνικα, ω φοίνικα

– Τι σου λες τώρα;

Μιλάμε με κάμερες κι εξώδικα.

– Τι σου λες τώρα;

Ο συγγραφέας πέθανε, ζήτω οι ζαχαροπλάστες.

– Τι σου λες τώρα;

Σαπίσαν τα ρόδια στο ψυγείο.

– Τι σου λες τώρα;

Πόσο ζεις με αίμα, χώμα και σκατά;

– Τι σου λες τώρα;

Υ.Γ. Φέτος θα στολίσω φοίνικα. Και θα τον κάψω. Από τις στάχτες κάτι μπορεί να γεννηθεί.

13
Ιολ.
11

Πυρέξ

Πώς φτάσαμε ως εδώ; Η μέσα εποχή άλλη, ξένος ο μέσα τόπος.

Φέτος είναι αλλιώς. Δεν είναι ο Καιρός μου, όπως πάντα – από πάντα και για πάντα. Η ζέστη δεν περνάει τους πόρους, ο ιδρώτας μυρίζει αλλιώς, το θαλασσινό νερό δεν στέκεται στην επιδερμίδα, το αίμα δεν βράζει. Τριγύρω μαύρα κορμιά κατάμαυρα, παράξενα, παράταιρα, σχεδόν αποκρουστικά, σαν τ’ αποκαΐδια της πλατείας, κουφάρια της πόλης.

Μόνο τα δάκρυα δεν αντιστέκονται στη θερμοκρασία, σαν να στεγνώνουν, όλο αναβλύζουν, μα δεν κυλάνε. Ίσως ξέμαθαν κι αυτά, βολεύτηκαν στη χημική τους παραγωγή. Ευτυχώς, έχω περίσσευμα από το χειμώνα. Από τους χειμώνες.

Βάζω τη μάσκα και βουτάω.

09
Αυγ.
10

i love to hate u

μισαγαπώ, μισαπώ, μιγαπώ, μη γαμ….!…

αγαμισώ, αγαπσώ, αγασώ, α γαμ….!…

21
Οκτ.
09

together

2009_316_fura_7_1245941075832

Στ’ Οσίου Λουκά το μοναστήρι, απ’ όσες
γυναίκες του Στειριού συμμαζευτήκαν
τον Επιτάφιο να στολίσουν, κι’ όσες,
μοιρολογήτρες, ως με του Μεγάλου
Σαββάτου το ξημέρωμα αγρυπνήσαν,
ποια να στοχάστη έτσι γλυκά θρηνούσαν! –
πώς, κάτου απ’ τους ανθούς, τ’ ολόαχνο σμάλτο
του πεθαμένου του Άδωνη ήταν σάρκα
που πόνεσε βαθιά;

Γιατί κι’ ο πόνος
στα ρόδα μέσα, κι’ ο επιτάφιος θρήνος,
κ’ οι αναπνοές της άνοιξης που μπαίναν
απ’ του ναού τη θύρα, αναφτερώναν
το νου τους στης Ανάστασης το θάμα,
και του Χριστού οι πληγές σαν ανεμώνες
τους φάνταζαν στα χέρια και στα πόδια,
τι πολλά τον σκεπάζανε λουλούδια,
που έτσι τρανά, έτσι βαθιά ευωδούσαν!

Αλλά το βράδυ το ίδιο του Σαββάτου,
την ώρα π’ απ’ την Άγια Πύλη το ένα
κερί επροσάναψε όλα τ’ άλλα ως κάτου,
κι’ απ’ τ’ Άγιο Βήμα σάμπως κύμα απλώθη
το φως ως με την ξώπορτα, όλοι κι’ όλες
ανατριχιάξαν π’ άκουσαν στη μέση
απ’ τα «Χριστός Ανέστη» μιαν αιφνίδια
φωνή να σκούξει: «Γιώργαινα, ο Βαγγέλης!»

Και να, ο λεβέντης του χωριού, ο Βαγγέλης,
των κοριτσιών το λάμπασμα, ο Βαγγέλης,
που τον λογιάζαν όλοι για χαμένο
στον πόλεμο – και στέκονταν ολόρτος
στης εκκλησιάς τη θύρα, με ποδάρι
ξύλινο, και δε διάβαινε τη θύρα
της εκκλησιάς, τι τον κυττάζαν όλοι
με τα κεριά στο χέρι, τον κυττάζαν
το χορευτή που τράνταζε τ’ αλώνι
του Στειριού, μια στην όψη, μια στο πόδι,
μα ως να το κάρφωσε ήταν στο κατώφλι
της θύρας, και δεν έμπαινε πιο μέσα!

Και τότε, – μάρτυράς μου νάναι ο στίχος,
ο απλός κι’ ο αληθινός ετούτος στίχος, –
απ’ το στασίδι πούμουνα στημένος
ξαντίκρυσα τη μάνα, απ’ το κεφάλι
πετώντας το μαντίλι, να χιμήξει
σκυφτή και ν’ αγκαλιάσει το ποδάρι,
το ξύλινο ποδάρι του στρατιώτη,
(έτσι όπως τόειδα ο στίχος μου το γράφει,
ο απλός κι’ αληθινός ετούτος στίχος),
και να σύρει απ’ τα βάθη της καρδιάς της
ένα σκούξιμο: «Μάτια μου, Βαγγέλη!».

 

Άγγελος Σικελιανός, 1935.

Με αφορμή τη βραβευμένη ταινία του Δημήτρη Νάκου («Μαζί»), παλιού «συμφοιτητή» και νέου δημιουργού, η οποία μας υποδέχτηκε ξανά στα φοιτητικά έδρανα,  υπενθυμίζοντας πόσο θαυμάσια μπορεί να «εικονογραφηθεί» η εικονοποιία της ποίησης…




Απρίλιος 2024
Δ Τ Τ Π Π Σ Κ
1234567
891011121314
15161718192021
22232425262728
2930  

Σελίδες